Greek Meaning of unplugged

Αποσυνδεδεμένο

Other Greek words related to Αποσυνδεδεμένο

Definitions and Meaning of unplugged in English

unplugged

acoustic sense 2

FAQs About the word unplugged

Αποσυνδεδεμένο

acoustic sense 2

ξεκαθαρισμένο,ανοιχτός,διευκόλυνε,απελευθερωμένος,χαλαρός/η,λειασμένος,Ξεβουλωμένο,ασταμάτητος,ανακουφισμένος

αποκλεισμένο,Κλειστό,βουλωμένο (πάνω),σταμάτησε,στενός,Επιβαρυμένος,εμπόδισε,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,παρεμβαίνει (σε)

unpleased => Δυσαρεστημένος, unplausible => Απίθανο, unpiling => απόρριψη, unpiled => δεν στοιβάζεται, unpile => αποστοιβάζω,