Greek Meaning of opened
ανοιχτός
Other Greek words related to ανοιχτός
Nearest Words of opened
- open-door policy => Πολιτική ανοικτών θυρών
- opencut => εξόρυξη υπαίθρου
- open-collared => Ανοιχτόχρωμο
- open-class word => Λέξη ανοιχτής κατηγορίας
- open-chain => Ανοιχτή αλυσίδα
- opencast mining => εξόρυξη επιφανείας
- opencast => Εξόρυξη σε επιφανειακό ορυχείο
- openbill => μαραμπού
- open-angle glaucoma => Ανοιχτόγωνιο γλαύκωμα
- open-and-shut => ξεκάθαρο
- open-end credit => Ανοιχτή πίστη
- open-end fund => Αμοιβαίο κεφάλαιο
- open-end investment company => Επενδυτική εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων
- open-end wrench => Κλειδί
- open-ended => ανοιχτού τύπου
- opener => ανοιχτήρι
- open-eyed => Με ανοιχτά μάτια
- open-face sandwich => Ανοιχτό σάντουιτς
- openhanded => γενναιόδωρος
- open-handed => γενναιόδωρος
Definitions and Meaning of opened in English
opened (a)
used of mouth or eyes
opened (s)
made open or clear
not sealed or having been unsealed
opened (imp. & p. p.)
of Open
FAQs About the word opened
ανοιχτός
used of mouth or eyes, made open or clear, not sealed or having been unsealedof Open
ξεκλείδωτο,γλίστρησε,ανοιχτός,χαλαρός,ξεδιπλωμένος,ξεδιπλώθηκε,ανεμπλοκή,κυκλοφόρησε,χωρίς εμπόδια,ξεβίδωτος
Κλειστό,κλειδωμένο,κλείνω,αποκλεισμένος,μπουλονάρω,αγκάλιασμα,στερεωμένο,κλειδωμένος
open-door policy => Πολιτική ανοικτών θυρών, opencut => εξόρυξη υπαίθρου, open-collared => Ανοιχτόχρωμο, open-class word => Λέξη ανοιχτής κατηγορίας, open-chain => Ανοιχτή αλυσίδα,