Greek Meaning of open-ended

ανοιχτού τύπου

Other Greek words related to ανοιχτού τύπου

Definitions and Meaning of open-ended in English

Wordnet

open-ended (s)

without fixed limits or restrictions

allowing for a spontaneous response

allowing for future changes or revisions

FAQs About the word open-ended

ανοιχτού τύπου

without fixed limits or restrictions, allowing for a spontaneous response, allowing for future changes or revisions

ρυθμιζόμενος,Αόριστος,αδιευκρίνιστο,Καπριτσιόζος,μεταβλητός,μεταβλητός,Διαπραγματεύσιμο,αβέβαιος,απρόβλεπτος,μεταβλητή

βέβαιος,καθορισμένος,τελικός,στερεός,σταθερός,επίπεδος,κατεψυγμένο,σκληρός,σετ,εγκαταστημένος

open-end wrench => Κλειδί, open-end investment company => Επενδυτική εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων, open-end fund => Αμοιβαίο κεφάλαιο, open-end credit => Ανοιχτή πίστη, opened => ανοιχτός,