Greek Meaning of adjustable
ρυθμιζόμενος
Other Greek words related to ρυθμιζόμενος
Nearest Words of adjustable
Definitions and Meaning of adjustable in English
adjustable (s)
capable of being changed so as to match or fit
capable of being regulated
adjustable (a.)
Capable of being adjusted.
FAQs About the word adjustable
ρυθμιζόμενος
capable of being changed so as to match or fit, capable of being regulatedCapable of being adjusted.
προσαρμοστικός,Αλλοιώσιμος,μεταβλητός,ευέλικτος,μεταβλητή,μεταβλητός,μεταβλητός,ελαστικός,Ρευστό,λειαντός
καθιερωμένος,σταθερός,ανελαστικό,άκαμπτος,αμετάβλητος,σετ,αμετάβλητο,αμετάβλητος,σταθερά,άκαμπτος
adjust => Προσαρμόζω, adjuring => διακατέχοντας, adjurer => ικέτης, adjured => επικαλέστηκε, adjure => ορκίζω,