Greek Meaning of adjustive

Προσαρμόσιμων

Other Greek words related to Προσαρμόσιμων

Definitions and Meaning of adjustive in English

Wordnet

adjustive (s)

conducive to adjustment

Webster

adjustive (a.)

Tending to adjust.

FAQs About the word adjustive

Προσαρμόσιμων

conducive to adjustmentTending to adjust.

προσαρμόζω,Συμμορφώνω,βάζω,κοστούμι,Ράφτης,εγκλιματίζω,προσαρμοστεί,φιλοξενώ,παραποιώ,συνθήκη

Κακή ρύθμιση

adjusting plane => Επίπεδο προσαρμογής, adjusting entry => Προσαρμογή εγγραφής, adjusting => ρύθμιση, adjuster => ρυθμιστής, adjusted => προσαρμοσμένο,