Greek Meaning of adjutant
υπασπιστής
Other Greek words related to υπασπιστής
- βοήθεια
- μαθητευόμενος
- βοηθός
- αναπληρωτής
- ανθυπολοχαγός
- επιπρόσθετος
- βοηθός
- υπάλληλος
- βοηθός
- βοηθός
- υπηρέτρια
- φίλος
- υπηρέτης
- Βοηθός
- υπασπιστής
- Συμμετέχων
- βοηθητικός
- εργαζόμενος
- χέρι
- Υπηρέτρια
- θεραπαινίδα
- βοήθεια
- βοηθός
- μισθοφόρος
- εργάτης
- Άνθρωπος με πόδι
- υπηρέτρια
- δεξί χέρι
- αχθοφόρος κουζίνας
- υφιστάμενος
- υφιστάμενος
- εργαζόμενος
Nearest Words of adjutant
Definitions and Meaning of adjutant in English
adjutant (n)
an officer who acts as military assistant to a more senior officer
large Indian stork with a military gait
adjutant (n.)
A helper; an assistant.
A regimental staff officer, who assists the colonel, or commanding officer of a garrison or regiment, in the details of regimental and garrison duty.
A species of very large stork (Ciconia argala), a native of India; -- called also the gigantic crane, and by the native name argala. It is noted for its serpent-destroying habits.
FAQs About the word adjutant
υπασπιστής
an officer who acts as military assistant to a more senior officer, large Indian stork with a military gaitA helper; an assistant., A regimental staff officer,
βοήθεια,μαθητευόμενος,βοηθός,αναπληρωτής,ανθυπολοχαγός,επιπρόσθετος,βοηθός,υπάλληλος,βοηθός,βοηθός
No antonyms found.
adjutancy => η θέση του υπασπιστή, adjustor => ρυθμιστής, adjustment => προσαρμογή, adjustive => Προσαρμόσιμων, adjusting plane => Επίπεδο προσαρμογής,