FAQs About the word handmaid

Υπηρέτρια

in a subordinate position, a personal maid or female attendantAlt. of Handmaiden

Οικονόμος,υπηρέτρια,Αμπιγκέιλ,Συμμετέχων,Μπίντι,άνθρακας,καθαρίστρια,οικιακή βοηθός,οικιακή βοηθός,υπηρέτρια

No antonyms found.

handmade => χειροποίητο, hand-loomed => Χειροποίητα, handloom => Χειροκίνητος αργαλειός, handlock => Κλείδωμα χεριού, handling cost => Κόστος χειρισμού,