FAQs About the word charwoman

καθαρίστρια

a human female employed to do houseworkA woman hired for odd work or for single days.

Οικονόμος,υπηρέτρια,Μπίντι,Υπηρέτρια,θεραπαινίδα,οικιακή βοηθός,υπηρέτρια,Αμπιγκέιλ,Συμμετέχων,καμαριέρα

No antonyms found.

chartulary => χαρτοφυλάκιο, chartreux => Γάτα Σαρτρέ, chartreuse => Σαρτρέζ, chartres cathedral => Καθεδρικός ναός της Σαρτρ, chartres => Σαρτρ,