FAQs About the word abigail

Αμπιγκέιλ

A lady's waiting-maid.

καμαριέρα,Υπηρέτρια,θεραπαινίδα,Οικονόμος,κυρία επί των τιμών,νταντά,Συμμετέχων,Ω pair,Στίχος,Μπίντι

No antonyms found.

abietite => Αβιέτιτης, abietinic => αβιετικό, abietine => αβιετίνη, abietin => Αβιητίνη, abietic => αβιετικός,