Greek Meaning of hireling
μισθοφόρος
Other Greek words related to μισθοφόρος
- εργαζόμενος
- υπάλληλος
- εργαζόμενος
- βοηθός
- συνεργάτης
- Συνάδελφος
- υπηρέτης
- εργαζόμενος
- εργάτης
- retainer
- γρανάζι
- συνάδελφος
- δουλεία
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- Gandy dancer
- προνύμφη
- χάκινγκ
- χέρι
- εργάτης
- εργάτης
- υφιστάμενος
- Προσωρινός
- εργάτης
- υφιστάμενος
- Μισθωτός υπάλληλος
- Δούλος του μισθού
- Μισθωτός
- εργαζόμενος
- Εργαζόμενη γυναίκα
- εργάτης
- εργάτρια
- Ναι-άνδρας
Nearest Words of hireling
- hireless => ασύρματος
- hired man => Μισθωτός άνδρας
- hired help => Προσωπικό καθαριότητας
- hired hand => μισθωτός
- hired gun => εκτελεστής
- hired => μισθωμένος
- hire purchase agreement => Συμβόλαιο αγοράς με δόσεις
- hire purchase => Πώληση με δόσεις
- hire out => Ενοικιάστε
- hire car => ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο
Definitions and Meaning of hireling in English
hireling (n)
a person who works only for money
hireling (n.)
One who is hired, or who serves for wages; esp., one whose motive and interest in serving another are wholly gainful; a mercenary.
hireling (a.)
Serving for hire or wages; venal; mercenary.
FAQs About the word hireling
μισθοφόρος
a person who works only for moneyOne who is hired, or who serves for wages; esp., one whose motive and interest in serving another are wholly gainful; a mercena
εργαζόμενος,υπάλληλος,εργαζόμενος,βοηθός,συνεργάτης,Συνάδελφος,υπηρέτης,εργαζόμενος,εργάτης,retainer
Εργοδότης,Αφεντικό,αρχιφωτίστας,Επόπτης,ανώτερος
hireless => ασύρματος, hired man => Μισθωτός άνδρας, hired help => Προσωπικό καθαριότητας, hired hand => μισθωτός, hired gun => εκτελεστής,