Greek Meaning of adjuvant
ανοσοενισχυτικός παράγοντας
Other Greek words related to ανοσοενισχυτικός παράγοντας
- πρόσθετος
- βοηθός
- βοήθεια
- συμπληρωματικός,-ή,-ό
- συμβάλλον
- υφιστάμενος
- υποστηρικτικός
- παραπόταμος
- πρόσθεσε
- βοηθητικός
- περίσσεια
- εφεξής
- βοηθητικός
- δευτερεύων
- θυγατρική εταιρεία
- περιττό
- πλεόνασμα
- επιμέρους
- Αξεσουάρ
- άλλος
- εξαρτημένος
- αντίγραφο ασφαλείας
- Περιττός
- προσωρινός
- μη ουσιώδης
- περιφερικός
- υποταγμένος
- αντικαταστάτης
- συμπληρωματικός
- συμπληρωματικός
- Ασήμαντο
Nearest Words of adjuvant
Definitions and Meaning of adjuvant in English
adjuvant (n)
an additive that enhances the effectiveness of medical treatment
adjuvant (s)
furnishing added support
enhancing the action of a medical treatment
adjuvant (n.)
A substance added to an immunogenic agent to enhance the production of antibodies.
A substance added to a formulation of a drug which enhances the effect of the active ingredient.
An assistant.
An ingredient, in a prescription, which aids or modifies the action of the principal ingredient.
adjuvant (a.)
Helping; helpful; assisting.
FAQs About the word adjuvant
ανοσοενισχυτικός παράγοντας
an additive that enhances the effectiveness of medical treatment, furnishing added support, enhancing the action of a medical treatmentA substance added to an i
πρόσθετος,βοηθός,βοήθεια,συμπληρωματικός,-ή,-ό,συμβάλλον,υφιστάμενος,υποστηρικτικός,παραπόταμος,πρόσθεσε,βοηθητικός
βασικός,αρχηγός,θεμελιώδης,κύριος,απαραίτητος,πρωτεύον,πρώτος αριθμός,διευθυντής,ουσιαστικός,ολοκλήρωμα
adjutrix => υπασπίστρια, adjutory => βοηθητικός, adjutor => βοηθός, adjute => Αγιος, adjutator => adjutant,