Greek Meaning of dispensable

Περιττός

Other Greek words related to Περιττός

Definitions and Meaning of dispensable in English

Wordnet

dispensable (a)

capable of being dispensed with or done without

Webster

dispensable (a.)

Capable of being dispensed or administered.

Capable of being dispensed with.

FAQs About the word dispensable

Περιττός

capable of being dispensed with or done withoutCapable of being dispensed or administered., Capable of being dispensed with.

περιττός,επιπλέον,μη ουσιώδες,άσχετος,περιττός,μη ουσιώδης,προαιρετικό,Ασήμαντο,διακριτικός,προαιρετικό

κρίσιμος,ουσιαστικός,σημαντικός,απαραίτητος,αναγκαίος,απαιτούμενο,αναντικατάστατος,απαραίτητος,Ζωτικός,Καθοριστικής σημασίας

dispensability => απαραίτητος, dispender => Ξοδεύω, dispend => δαπάνη, dispence => απαλλαγή, dispelling => διαλυτικός,