Greek Meaning of supplemental
συμπληρωματικός
Other Greek words related to συμπληρωματικός
- Αξεσουάρ
- πρόσθετος
- βοηθητικός
- περιφερικός
- συμπληρωματικός
- επιμέρους
- πρόσθεσε
- εξαρτημένος
- συμπληρωματικός,-ή,-ό
- προσωρινός
- άλλος
- βοηθός
- βοήθεια
- αντίγραφο ασφαλείας
- συμβάλλον
- περίσσεια
- εφεξής
- βοηθητικός
- μη ουσιώδης
- δευτερεύων
- υφιστάμενος
- θυγατρική εταιρεία
- αντικαταστάτης
- περιττό
- υποστηρικτικός
- πλεόνασμα
- παραπόταμος
Nearest Words of supplemental
Definitions and Meaning of supplemental in English
supplemental (s)
functioning in a supporting capacity
added to complete or make up a deficiency
FAQs About the word supplemental
συμπληρωματικός
functioning in a supporting capacity, added to complete or make up a deficiency
Αξεσουάρ,πρόσθετος,βοηθητικός,περιφερικός,συμπληρωματικός,επιμέρους,πρόσθεσε,εξαρτημένος,συμπληρωματικός,-ή,-ό,προσωρινός
βασικός,αρχηγός,θεμελιώδης,κύριος,πρωτεύον,διευθυντής,ουσιαστικός,ολοκλήρωμα,απαραίτητος,πρώτος αριθμός
supplement => συμπλήρωμα, supplejack => Αρμπουζάκι, supple => εύκαμπτος, supplanting => αντικατάσταση, supplanter => εκτοπιστής,