Greek Meaning of supplementation

συμπλήρωμα

Other Greek words related to συμπλήρωμα

Definitions and Meaning of supplementation in English

Wordnet

supplementation (n)

a quantity added (e.g. to make up for a deficiency)

the act of supplementing

FAQs About the word supplementation

συμπλήρωμα

a quantity added (e.g. to make up for a deficiency), the act of supplementing

πρόσθεση,αύξηση,βελτίωση,ανθοφορία,ανθισμένος, -η, -ο,ανάδυση,ακμάζων,βελτίωση,επώαση,ωρίμανση

οπισθοχωρώ,παλινδρόμηση,παλινδρόμηση,αναστροφή,παρακμή,πτώση,εκφυλισμός,αποικοδόμηση,επιδείνωση,Αποτίμηση

supplementary benefit => Επιπλέον παροχή, supplementary => συμπληρωματικός, supplemental => συμπληρωματικός, supplement => συμπλήρωμα, supplejack => Αρμπουζάκι,