Greek Meaning of scullion
αχθοφόρος κουζίνας
Other Greek words related to αχθοφόρος κουζίνας
- υπασπιστής
- μαθητευόμενος
- βοηθός
- Συμμετέχων
- Υπηρέτρια
- θεραπαινίδα
- βοηθός
- ανθυπολοχαγός
- υπηρέτρια
- υπηρέτρια
- υπηρέτης
- επιπρόσθετος
- βοήθεια
- βοηθητικός
- βοηθός
- αναπληρωτής
- εργαζόμενος
- υπάλληλος
- βοηθός
- βοηθός
- μισθοφόρος
- εργάτης
- Άνθρωπος με πόδι
- φίλος
- Βοηθός
- υφιστάμενος
- υφιστάμενος
- εργαζόμενος
- υπασπιστής
- κορίτσι της Παρασκευής
- Παρασκευούλα
- χέρι
- βοήθεια
- Παρασκευή
- δεξί χέρι
- βάλτος
Nearest Words of scullion
Definitions and Meaning of scullion in English
scullion (n)
a kitchen servant employed to do menial tasks (especially washing)
scullion (n.)
A scalion.
A servant who cleans pots and kettles, and does other menial services in the kitchen.
FAQs About the word scullion
αχθοφόρος κουζίνας
a kitchen servant employed to do menial tasks (especially washing)A scalion., A servant who cleans pots and kettles, and does other menial services in the kitch
υπασπιστής,μαθητευόμενος,βοηθός,Συμμετέχων,Υπηρέτρια,θεραπαινίδα,βοηθός,ανθυπολοχαγός,υπηρέτρια,υπηρέτρια
No antonyms found.
sculling => Κωπηλασία, scullery => πάγκος, sculleries => κουζινάκια, sculler => Σκαφίτης, sculled => κωπηλατούσε,