Greek Meaning of sculpted

γλυπτό

Other Greek words related to γλυπτό

Definitions and Meaning of sculpted in English

Wordnet

sculpted (s)

cut into a desired shape

FAQs About the word sculpted

γλυπτό

cut into a desired shape

γεροδεμένος,μυώδης,Μυώδης,βαρύς,τεράστιος,μυώδης,Μυώδης,ισχυρός,νευρώδης,γεροδεμένος

αμήχανος,εξετάζω,αδέξιος,λεπτός,Ασθενής,εύθραυστος,εύθραυστος,άχαρος,βαρύς,Μη συντονισμένος

sculpt => σμιλεύω, sculpin => Καβούρι, sculp => γλυπτική, scullionly => Μαγείρισσα, scullion => αχθοφόρος κουζίνας,