Greek Meaning of acrobatic

ακροβατικός

Other Greek words related to ακροβατικός

Definitions and Meaning of acrobatic in English

Wordnet

acrobatic (s)

vigorously active

Webster

acrobatic (a.)

Pertaining to an acrobat.

FAQs About the word acrobatic

ακροβατικός

vigorously activePertaining to an acrobat.

επιδέξιος,Ευέλικτος,επιδέξιος,επιδέξιος,γατοειδής,ευέλικτος,χαριτωμένος,χαριτωμένος,ελαφροπόδαρος,εύκαμπτος

αμήχανος,αδέξιος,άχαρος,άχαρος,βαρύς,άκαμπτος,Μη συντονισμένος,άχαρος,αδέξιος,άκαμπτος

acrobates => Ακροβάτες, acrobat => Ακροβάτης, acroatic => ακροατικός, acroanesthesia => Ακροαναισθησία, acroanaesthesia => Ακροαναισθησία,