Greek Meaning of light-foot

ελαφροπόδαρος

Other Greek words related to ελαφροπόδαρος

Definitions and Meaning of light-foot in English

Webster

light-foot (a.)

Alt. of Light-footed

FAQs About the word light-foot

ελαφροπόδαρος

Alt. of Light-footed

Ευέλικτος,χαριτωμένος,φως,αθλητικός,επιδέξιος,γατοειδής,χαριτωμένος,Ελαφρύς,εύπλαστος,ευλύγιστος

αμήχανος,αδέξιος,άχαρος,άχαρος,βαρύς,Μη συντονισμένος,άχαρος,αδέξιος,άκαμπτος,αδέξιος

light-fingered => ελαφροχέρης, lighter-than-air craft => Αερόπλοιο, lighter-than-air => ελαφρύτερο από τον αέρα, lightermen => πλωτές, lighterman => αναπτήρας,