Greek Meaning of featly

επιδέξια

Other Greek words related to επιδέξια

Definitions and Meaning of featly in English

Webster

featly (a.)

Neatly; dexterously; nimbly.

FAQs About the word featly

επιδέξια

Neatly; dexterously; nimbly.

χαριτωμένος,εύπλαστος,Ευέλικτος,μπαλέτο,γατοειδής,χαριτωμένος,φως,ελαφροπόδαρος,ελαφροπόδαρος,Ελαφρύς

αμήχανος,αδέξιος,άχαρος,άχαρος,βαρύς,άχαρος,αδέξιος,άκαμπτος,αδέξιος,άκαμπτος

feathery => φτερωτός, featherweight => φτερού, feather-veined => φτερωτή φλέβα, feathertop grass => Φτεροχλόη, feathertop => κορυφή φτερών,