Greek Meaning of varying
μεταβλητός
Other Greek words related to μεταβλητός
Nearest Words of varying
Definitions and Meaning of varying in English
varying (s)
marked by diversity or difference
varying (p. pr. & vb. n.)
of Vary
varying ()
a. & n. from Vary.
FAQs About the word varying
μεταβλητός
marked by diversity or differenceof Vary, a. & n. from Vary.
μεταβλητός,ανομοιόμορφος,μεταβλητός,ασταθής,διακυμάνσεις,ασυνεπής,ακανόνιστος,άνισος,ασταθής,μεταβλητή
σταθερά,σταθερός,σταθερός,αμετάβλητος,τακτικός,αμετάβλητος,αμετάβλητος
vary => ποικίλλω, varveled => Μαρμαρωμένος, varvel => no, varus => v. varus, varuna => Βαρούνα,