Greek Meaning of unvarying
αμετάβλητος
Other Greek words related to αμετάβλητος
- προσαρμοστικός
- Καπριτσιόζος
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- ευμετάβλητος
- ευέλικτος
- διακυμάνσεις
- Ρευστό
- ασταθής
- υδραργυρικός
- αβέβαιος
- απρόβλεπτος
- ανήσυχος
- ασταθής
- ασταθής
- μεταβλητή
- μεταβλητός
- ασταθής
- Αλλοιώσιμος
- εφήμερος
- εφήμερος
- φευγαλέος
- στιγμιαίος
- μεταβλητός
- νευρικός
- παροδικός
- παροδικός
- καλειδοσκοπικός
- Φαντασμαγορικός
- φανταστικός
Nearest Words of unvarying
Definitions and Meaning of unvarying in English
unvarying (s)
unvarying in nature
unvarying (a)
lacking variety
always the same; showing a single form or character in all occurrences
FAQs About the word unvarying
αμετάβλητος
unvarying in nature, lacking variety, always the same; showing a single form or character in all occurrences
σταθερά,σταθερός,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος,ανθεκτικός,αμετάβλητος,διαρκής,στάσιμος,αμετάβλητο
προσαρμοστικός,Καπριτσιόζος,μεταβλητός,μεταβλητός,μεταβλητός,ευμετάβλητος,ευέλικτος,διακυμάνσεις,Ρευστό,ασταθής
unvarnished => ακατέργαστος, unvariedness => αμεταβλητότητα, unvaried => αμετάβλητος, unvariable => αμετάβλητος, unvanquished => αήττητος,