Greek Meaning of volatile
ασταθής
Other Greek words related to ασταθής
- μεταβλητός
- ασυνεπής
- αβέβαιος
- απρόβλεπτος
- ανήσυχος
- ασταθής
- μεταβλητή
- Αρκετός
- Καπριτσιόζος
- μεταβλητός
- ασταθής
- ευμετάβλητος
- διακυμάνσεις
- Ρευστό
- ασταθής
- υδραργυρικός
- μεταβλητός
- τρεμάμενος
- _ιδιότροπος_
- αναξιόπιστος
- ασταθής
- προσαρμοστικός
- ασκόπως
- αμφίθυμος
- αποσπασματικός
- επικίνδυνος
- τυχαίος
- τυχαίος
- ακανόνιστος
- φορητός
- Πρωτεϊκός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- νευρικός
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- αναξιόπιστος
- αναξιόπιστος
- στον αέρα
- Διστακτικός
- Ευέλικτος
- διστακτικός
- τρεμοπαίζων
Nearest Words of volatile
Definitions and Meaning of volatile in English
volatile (n)
a volatile substance; a substance that changes readily from solid or liquid to a vapor
volatile (a)
evaporating readily at normal temperatures and pressures
volatile (s)
liable to lead to sudden change or violence
marked by erratic changeableness in affections or attachments
tending to vary often or widely
volatile (a.)
Passing through the air on wings, or by the buoyant force of the atmosphere; flying; having the power to fly.
Capable of wasting away, or of easily passing into the aeriform state; subject to evaporation.
Fig.: Light-hearted; easily affected by circumstances; airy; lively; hence, changeable; fickle; as, a volatile temper.
volatile (n.)
A winged animal; wild fowl; game.
FAQs About the word volatile
ασταθής
a volatile substance; a substance that changes readily from solid or liquid to a vapor, evaporating readily at normal temperatures and pressures, liable to lead
μεταβλητός,ασυνεπής,αβέβαιος,απρόβλεπτος,ανήσυχος,ασταθής,μεταβλητή,Αρκετός,Καπριτσιόζος,μεταβλητός
βέβαιος,σταθερά,αμετάβλητος,προβλέψιμος,εγκαταστημένος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος
volary => volary, volar => πετάω, volapukist => βολαπιουκιστής, volapuk => βολάπικ, volante => Τιμόνι,