Greek Meaning of dicey

επικίνδυνος

Other Greek words related to επικίνδυνος

Definitions and Meaning of dicey in English

Wordnet

dicey (s)

of uncertain outcome; especially fraught with risk

FAQs About the word dicey

επικίνδυνος

of uncertain outcome; especially fraught with risk

τυχαίος,τυχαίος,τυχαίος,αναξιόπιστος,αναξιόπιστος,αναξιόπιστος,ασκόπως,αμφίθυμος,Αρκετός,αποσπασματικός

βέβαιος,αξιόπιστος,ανθεκτικός,μόνιμο,επίμονος,αξιόπιστος,σίγουρα,δοκίμασε,αξιόπιστος,αξιόπιστος

diceros simus => Λευκός ρινόκερος, diceros => Ρινόκερος, dicer => παγάκια, dicephalous => Δικέφαλος, dicentra spectabilis => Δικέντρα,