Greek Meaning of unvaried

αμετάβλητος

Other Greek words related to αμετάβλητος

Definitions and Meaning of unvaried in English

Wordnet

unvaried (a)

lacking variety

FAQs About the word unvaried

αμετάβλητος

lacking variety

συγκρίσιμος,έμφυτος,ολόκληρος,Ομοιογενής,ομοιογενής,παρόμοιος,τέτοιος,αμετάβλητος,στολή,αμετάβλητος

διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,ανακριβής,μεταβλητή,ποικίλω,διάφοροι,μεταβλητός,διαφορετικός,διαφορετικός

unvariable => αμετάβλητος, unvanquished => αήττητος, unvanquishable => αήττητος, unvaned => άπτερος, unvalued => αναξιόλογος,