Greek Meaning of kin
συγγενείς
Other Greek words related to συγγενείς
- κλάνος
- οικογένεια
- σπίτι
- φυλή
- Αίμα
- Απόγονος
- Απόγονος
- δυναστεία
- άνθρωποι
- Νοικοκυριό
- συγγενείς
- συγγενής
- συγγενείς
- συγγένεια
- γενιά
- άνθρωποι
- αγώνας
- απόθεμα
- Ανάμικτη οικογένεια
- γέννα
- διευρυμένη οικογένεια
- ζήτημα
- συγγενής
- συγγενής
- γνωστός
- γραμμή
- Πυρηνική οικογένεια
- απόγονος
- απόγονοι
- σχετικός
- Εμβόλιο
- σπόρος
Nearest Words of kin
Definitions and Meaning of kin in English
kin (n)
a person having kinship with another or others
group of people related by blood or marriage
kin (s)
related by blood
kin ()
A diminutive suffix; as, manikin; lambkin.
Alt. of Kine
kin (n.)
A primitive Chinese instrument of the cittern kind, with from five to twenty-five silken strings.
Relationship, consanguinity, or affinity; connection by birth or marriage; kindred; near connection or alliance, as of those having common descent.
Relatives; persons of the same family or race.
kin (a.)
Of the same nature or kind; kinder.
FAQs About the word kin
συγγενείς
a person having kinship with another or others, group of people related by blood or marriage, related by bloodA diminutive suffix; as, manikin; lambkin., A prim
κλάνος,οικογένεια,σπίτι,φυλή,Αίμα,Απόγονος,Απόγονος,δυναστεία,άνθρωποι,Νοικοκυριό
γέννηση,κατάβαση,εκχύλιση,προέλευση,καταγωγή (katagogí),Γενεαλογικό δέντρο
kimry => kimry, kimono => κιμονό, kimnel => Κίμνελ, kimmerian => κimmerios, kimbo => σταυρωμένα,