FAQs About the word kilting

φούστα

of Kilt, A perpendicular arrangement of flat, single plaits, each plait being folded so as to cover half the breadth of the preceding one.

ακτοπλοΐα,ιπτάμενος,ολίσθηση,Ιστιοπλοΐα,φερμουάρ,με μεγέθυνση

αδέξιος,αδέξιος,σφαδάζω,κουτσός,βαρύς,αργός,αγωνιζόμενος,σκοντάφτοντας,βηματισμός,μαστίγωμα

kilter => εκτός συγχρονισμού, kilted => Kilted, kilt => κιλτ, kilroy => Κίλροϊ, kilowatt hour => Κιλοβατώρα,