Greek Meaning of trudging

βηματισμός

Other Greek words related to βηματισμός

Definitions and Meaning of trudging in English

Webster

trudging (p. pr. & vb. n.)

of Trudge

FAQs About the word trudging

βηματισμός

of Trudge

ανακάτεμα,πατώντας,σκοντάφτοντας,εισβολή,συσσωμάτωση,σέρνοντας,σφαδάζω,Καλπάζοντας,μεταφορά,βαρύς

ακτοπλοΐα,ολίσθηση,ολίσθηση,χτύπημα,αεράκι,παρασυρμός,επιπλέων,κρεμαστό,Αιωρούμενο,κυματίζω

trudger => βαδιστής, trudgen stroke => Ελεύθερη κολύμβηση, trudgeman => αλήτης, trudged => περπατούσε με δυσκολία, trudge => Βαδίζω,