Greek Meaning of sloughing

απολέπιση

Other Greek words related to απολέπιση

Definitions and Meaning of sloughing in English

Wordnet

sloughing (n)

the process whereby something is shed

Webster

sloughing (p. pr. & vb. n.)

of Slough

Webster

sloughing (n.)

The act of casting off the skin or shell, as do insects and crustaceans; ecdysis.

FAQs About the word sloughing

απολέπιση

the process whereby something is shedof Slough, The act of casting off the skin or shell, as do insects and crustaceans; ecdysis.

ανακάτεμα,πατώντας,σκοντάφτοντας,εισβολή,συσσωμάτωση,σέρνοντας,μαστίγωμα,σφαδάζω,Καλπάζοντας,μεταφορά

ακτοπλοΐα,ολίσθηση,ολίσθηση,αεράκι,παρασυρμός,επιπλέων,κρεμαστό,Αιωρούμενο,κυματίζω,βαλς

sloughed => απολεπισμένος, slough off => αποφλοιώνω, slough of despond => Τούνελ της Αθυμίας, slough grass => Κάρεξ, slough => έλος,