Greek Meaning of lumping

συσσώρευση

Other Greek words related to συσσώρευση

Definitions and Meaning of lumping in English

Webster

lumping (p. pr. & vb. n.)

of Lump

Webster

lumping (a.)

Bulky; heavy.

FAQs About the word lumping

συσσώρευση

of Lump, Bulky; heavy.

συσσωρεύοντας,συσσωρεύοντας,συναρμολόγηση,συλλογή,συνάντηση,ομαδοποίηση,περίφραξη,συνδυάζοντας,συγκέντρωση,θερίζοντας

διασπείρω,διαλυόμενος,διαλυτικός,διασκόρπιση,αποστολή,διαχωρίζοντας,αποσυντιθέμενος,απορρίπτω,διαλυτικός,διαχωρισμός

lumpfish => σαλάχι, lumper => φορτοεκφορτωτής, lumpenus lumpretaeformis => Πιντή, lumpenus => Μουστάκας, lumpenproletariat => Λουμπενοπρολεταριάτο,