Greek Meaning of brigading
Ταξιαρχία
Other Greek words related to Ταξιαρχία
- Δέσιμο
- συνδυάζοντας
- συσσωμάτωση
- συσσώρευση
- κτηνοτροφία
- κυψέλη
- σύνδεση
- συγχώνευση
- συγκέντρωση
- Υποστύλωση
- ανατροφή
- συγκέντρωση
- στοίβαγμα
- σμήνος
- συσσωρεύοντας
- συσσωρεύοντας
- διάταξη
- συναρμολόγηση
- μπάλα
- συγκέντρωση
- συσσωμάτωση
- συλλογή
- σύνταξη
- συγκέντρωση
- θερίζοντας
- συνάντηση
- ομαδοποίηση
- στριμώχνω
- ένταξη
- συσσώρευση
- οργάνωση
- Συσκευασία
- επείγον
- θρόισμα
- συνένωση
- αρχειοθέτηση
- επεξεργασία παρτίδας
- σύγκριση
- συγκεντρώνοντας
- συνδεόμενο
- ομαδοποιώντας
- περίφραξη
- ομαδοποίηση
- συστηματοποιώντας
- φούσκωμα (προς τα πάνω)
- παραλαβή
- συλλογή
- Επανασύνδεση
- ανασύνταξη
- στρογγύλεμα προς τα πάνω
- ξύσιμο (προς τα πάνω ή μαζί)
Nearest Words of brigading
Definitions and Meaning of brigading in English
brigading (p. pr. & vb. n.)
of Brigade
FAQs About the word brigading
Ταξιαρχία
of Brigade
Δέσιμο,συνδυάζοντας,συσσωμάτωση,συσσώρευση,κτηνοτροφία,κυψέλη,σύνδεση,συγχώνευση,συγκέντρωση,Υποστύλωση
αποσυντιθέμενος,διασπείρω,διαλυόμενος,διαλυτικός,διασκόρπιση,αποστολή,διαχωρίζοντας,διάλυση,απορρίπτω,διαλυτικός
brigadier general => ταξίαρχος, brigadier => ταξίαρχος, brigaded => οργανωμένο σε ταξιαρχίες, brigade => Ταξιαρχία, brig => μπρίκι,