Greek Meaning of constellating

ομαδοποιώντας

Other Greek words related to ομαδοποιώντας

Definitions and Meaning of constellating in English

constellating

to set or adorn with or as if with constellations, cluster, to unite in a cluster

FAQs About the word constellating

ομαδοποιώντας

to set or adorn with or as if with constellations, cluster, to unite in a cluster

συσσωρεύοντας,συσσωρεύοντας,συναρμολόγηση,συλλογή,συνάντηση,ομαδοποίηση,περίφραξη,συνδυάζοντας,συγκέντρωση,θερίζοντας

αποσυντιθέμενος,διαλυτικός,διασπείρω,διαλυόμενος,διαλυτικός,διασκόρπιση,διαχωρίζοντας,διάσπαση,απορρίπτω,αποστολή

constellated => αστεροσκοπείο, constancies => Σταθερές, constables => αστυνομικοί, conspiring => συνωμότης, conspired => συνωμότησαν,