Greek Meaning of consorts
σύντροφοι
Other Greek words related to σύντροφοι
- συγκροτήματα
- παρτίδες
- ομάδες
- Ομαδοποιήσεις
- ομάδες
- μπαταρίες
- σώματα
- συμπλέκτης
- πολλά
- κόμματα
- πίνακες
- Τάγματα
- ματσάκια
- συλλογικότητες
- Αστερισμοί
- Πληρώματα
- Καλλιέργειες
- συγκεντρώσεις
- οργανισμοί
- λόχοι
- μοίρες
- Ομάδες
- συνελεύσεις
- αγέλες
- φάλαγγες
- φάλαγγες
- δαχτυλίδια
- συμμαχίες
- μπλοκ
- δωροδοκίες
- Ταξιαρχίες
- γέννες
- κύκλοι
- κλάν
- κλίκες
- Συνασπισμοί
- συνομοσπονδίες
- Συνομοσπονδίες
- συνελεύσεις
- κλίκες
- παρατάξεις
- ομοσπονδίες
- υποτροφίες
- συμμορίες
- συντεχνίες
- συντεχνίες
- ομάδες
- κόμποι
- πρωταθλήματα
- συσσωρεύσεις
- παραγγελίες
- ρούχα
- δέματα
- πολλοί
- κατέχει
- γύροι
- σχολεία
- αιρέσεις
- σύνολα
- ομάδες εργασίας
- Όλα τα καλά
- Συνδικάτα
Nearest Words of consorts
Definitions and Meaning of consorts in English
consorts
a wife or husband, conjunction, association, unite, associate, to keep company, to make harmony, group, assembly, to go together as companions, spouse compare prince consort, queen consort, escort, a group of singers or instrumentalists performing together, accord, harmonize, a ship accompanying another, associate, a set of musical instruments of the same family
FAQs About the word consorts
σύντροφοι
a wife or husband, conjunction, association, unite, associate, to keep company, to make harmony, group, assembly, to go together as companions, spouse compare
συγκροτήματα,παρτίδες,ομάδες,Ομαδοποιήσεις,ομάδες,μπαταρίες,σώματα,συμπλέκτης,πολλά,κόμματα
άτομα,Ελεύθεροι και ελεύθερες
consortiums => κοινοπραξία, consorting => συναναστροφή, consortia => κοινοπραξίες, consorted => συνδεδεμένος, consonancy => συνφωνία,