Greek Meaning of lumpen
λαμόγια
Other Greek words related to λαμόγια
Nearest Words of lumpen
- lumped => ομαδοποιημένος
- lumpectomy => Μαστεκτομή με διατήρηση θηλής-θηλαίας άλω
- lump sum => εφάπαξ
- lump sugar => Ζάχαρη σε κύβους
- lump => εξόγκωμα
- lumma => Λουμά
- luminousness => φωτεινότητα
- luminous intensity unit => Μονάδα φωτεινής έντασης
- luminous flux unit => Μονάδα φωτεινής ροής
- luminous flux => Φωτεινή ροή
Definitions and Meaning of lumpen in English
lumpen (s)
mentally sluggish
FAQs About the word lumpen
λαμόγια
mentally sluggish
ταπεινός,άτιμος,κατώτερος,Χαμηλός,Κατακάθι της κοινωνίας,κατώτερη τάξη,ταπεινός,πληβειακός,προλεταριάτο,προλετάριος
αριστοκρατικός,ζωηρός,ήπιος,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός,υψηλός,υπέροχος,ευγενής,πατρίκιος,Ανώτερη τάξη
lumped => ομαδοποιημένος, lumpectomy => Μαστεκτομή με διατήρηση θηλής-θηλαίας άλω, lump sum => εφάπαξ, lump sugar => Ζάχαρη σε κύβους, lump => εξόγκωμα,