Greek Meaning of lowborn
γραικύλος
Other Greek words related to γραικύλος
Nearest Words of lowborn
- low-birth-weight infant => Νεογνό με χαμηλό βάρος γέννησης
- low-birth-weight baby => Παιδί που γεννιέται με χαμηλό βάρος
- lowbell => χαμηλή καμπάνα
- low-beam => φώτα διασταύρωσης
- lowball => χαμηλό
- low-backed => με χαμηλή πλάτη
- lowan => Λόαν
- low-altitude => ιπτάμενος σε χαμηλό υψόμετρο
- low water => άμπωτη
- low tide => Απόσυρση
Definitions and Meaning of lowborn in English
lowborn (a)
of humble birth or origins
lowborn (a.)
Born in a low condition or rank; -- opposed to highborn.
FAQs About the word lowborn
γραικύλος
of humble birth or originsBorn in a low condition or rank; -- opposed to highborn.
ταπεινής καταγωγής,κοινός,ταπεινός,άτιμος,κατώτερος,Χαμηλός,Κατακάθι της κοινωνίας,κατώτερη τάξη,ταπεινός,λαμόγια
αριστοκρατικός,ζωηρός,ήπιος,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός,υψηλός,ΗγAnlage: ανήτης,υπέροχος,ευγενής,πατρίκιος
low-birth-weight infant => Νεογνό με χαμηλό βάρος γέννησης, low-birth-weight baby => Παιδί που γεννιέται με χαμηλό βάρος, lowbell => χαμηλή καμπάνα, low-beam => φώτα διασταύρωσης, lowball => χαμηλό,