Greek Meaning of upper class
Ανώτερη τάξη
Other Greek words related to Ανώτερη τάξη
- αριστοκρατικός
- γαλαζοαίματος
- ζωηρός
- ήπιος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- ΗγAnlage: ανήτης
- ευγενής
- πατρίκιος
- ανώτερη τάξη
- Υψηλός
- ευγενοποιημένος
- υψηλός
- ιπποτικός
- Μεγάλος
- υψηλός
- υψηλού επιπέδου
- Ευγενής
- βασιλικός
- ιπποτικός
- ευγενική
- υπέροχος
- εύγενος
- πριγκιπικός
- βασιλικός
- βασιλικός, βασιλιάς
- βασιλικός
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- μεταξωτή κάλτσα
- ανώτερος
- Ευγενής
Nearest Words of upper class
- upper crust => ανώτερη τάξη
- upper deck => επάνω κατάστρωμα
- upper egypt => Άνω Αίγυπτος
- upper hand => ανώτερη θέση
- upper jaw => άνω γνάθος
- upper jawbone => Άνω γνάθος
- upper limit => ανώτατο όριο
- upper mantle => Ανώτερος μανδύας
- upper paleolithic => Ανώτερο Παλαιολιθικό
- upper respiratory infection => Λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος
Definitions and Meaning of upper class in English
upper class (n)
the class occupying the highest position in the social hierarchy
upper class (a)
occupying the highest socioeconomic position in a society
FAQs About the word upper class
Ανώτερη τάξη
the class occupying the highest position in the social hierarchy, occupying the highest socioeconomic position in a society
αριστοκρατικός,γαλαζοαίματος,ζωηρός,ήπιος,μεγάλος, καταπληκτικός,ΗγAnlage: ανήτης,ευγενής,πατρίκιος,ανώτερη τάξη,Υψηλός
κοινός,ταπεινός,άτιμος,κατώτερος,Χαμηλός,κατώτερη τάξη,ταπεινός,μέση τιμή,πληβειακός,ταπεινής καταγωγής
upper carboniferous period => Άνω Ανθρακοφόρο, upper carboniferous => Άνω ανθρακοφόρος, upper cannon => άνω κανόνι, upper bound => ανώτερο όριο, upper berth => Πάνω κρεβάτι,