Greek Meaning of upper class

Ανώτερη τάξη

Other Greek words related to Ανώτερη τάξη

Definitions and Meaning of upper class in English

Wordnet

upper class (n)

the class occupying the highest position in the social hierarchy

Wordnet

upper class (a)

occupying the highest socioeconomic position in a society

FAQs About the word upper class

Ανώτερη τάξη

the class occupying the highest position in the social hierarchy, occupying the highest socioeconomic position in a society

αριστοκρατικός,γαλαζοαίματος,ζωηρός,ήπιος,μεγάλος, καταπληκτικός,ΗγAnlage: ανήτης,ευγενής,πατρίκιος,ανώτερη τάξη,Υψηλός

κοινός,ταπεινός,άτιμος,κατώτερος,Χαμηλός,κατώτερη τάξη,ταπεινός,μέση τιμή,πληβειακός,ταπεινής καταγωγής

upper carboniferous period => Άνω Ανθρακοφόρο, upper carboniferous => Άνω ανθρακοφόρος, upper cannon => άνω κανόνι, upper bound => ανώτερο όριο, upper berth => Πάνω κρεβάτι,