Greek Meaning of queenly
βασιλικός
Other Greek words related to βασιλικός
Nearest Words of queenly
- queen's counsel => βασιλικός δικηγόρος
- queen's crape myrtle => Μυρτιά
- queen's cup => Κύπελλο Βασίλισσας
- queen's english => τα αγγλικά της βασίλισσας
- queensboro bridge => Γέφυρα Κουίνσμπορο
- queenship => βασίλισσα
- queen-size => Μεγάλο διπλό
- queen-sized => Μεγέθους queen-size
- queensland => Κουίνσλαντ
- queensland bottletree => Δέντρο Μπουκάλι του Κουίνσλαντ
Definitions and Meaning of queenly in English
queenly (s)
having the rank of or resembling or befitting a queen
queenly (a.)
Like, becoming, or suitable to, a queen.
FAQs About the word queenly
βασιλικός
having the rank of or resembling or befitting a queenLike, becoming, or suitable to, a queen.
βασιλικός, βασιλιάς,βασιλικός,αριστοκρατικός,επιβλητικός,βασιλικός,υπέροχος,μοναρχικός,μοναρχικός,μοναρχικός,μοναρχικός
No antonyms found.
queenliness => Βασιλικότητα, queenlike => βασιλικός, queening => Βασίλισσα, queenhood => Βασίλισσα, queenfish => Σουγιάς,