Greek Meaning of upper limit
ανώτατο όριο
Other Greek words related to ανώτατο όριο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of upper limit
- upper jawbone => Άνω γνάθος
- upper jaw => άνω γνάθος
- upper hand => ανώτερη θέση
- upper egypt => Άνω Αίγυπτος
- upper deck => επάνω κατάστρωμα
- upper crust => ανώτερη τάξη
- upper class => Ανώτερη τάξη
- upper carboniferous period => Άνω Ανθρακοφόρο
- upper carboniferous => Άνω ανθρακοφόρος
- upper cannon => άνω κανόνι
- upper mantle => Ανώτερος μανδύας
- upper paleolithic => Ανώτερο Παλαιολιθικό
- upper respiratory infection => Λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος
- upper respiratory tract => Άνω αναπνευστικός σωλήνας
- upper side => άνω πλευρά
- upper surface => επάνω επιφάνεια
- upper tunguska => Άνω Τουνγκούσκα
- upper volta => Άνω Βόλτα
- uppercase => Κεφαλαία γράμματα
- upper-case letter => Κεφαλαίο γράμμα
Definitions and Meaning of upper limit in English
upper limit (n)
the largest possible quantity
the limit on the upper (or northernmost) side of something
FAQs About the word upper limit
ανώτατο όριο
the largest possible quantity, the limit on the upper (or northernmost) side of something
No synonyms found.
No antonyms found.
upper jawbone => Άνω γνάθος, upper jaw => άνω γνάθος, upper hand => ανώτερη θέση, upper egypt => Άνω Αίγυπτος, upper deck => επάνω κατάστρωμα,