Greek Meaning of stomping
πατώντας
Other Greek words related to πατώντας
- ανακάτεμα
- σκοντάφτοντας
- εισβολή
- συσσωμάτωση
- σέρνοντας
- σφαδάζω
- Καλπάζοντας
- μεταφορά
- βαρύς
- συσσώρευση
- Σε σπασμούς
- αργός
- χτύπημα
- γρατζουνιές
- καυγάς
- κουτσός
- απολέπιση
- σφράγιση
- εκπληκτικά
- περιπλάνηση
- βηματισμός
- Ύφανση
- αδέξιος
- προσαράζω
- μαστίγωμα
- πλαταγίζοντας
- ζαλισμένος
- σκίζω
- εκπληκτικός
- ταλαντεύομαι
- ταλαντευόμενος/η/ο
- τρανταχτός
- πατώντας
- Τρέμουλο
- κουτσαίνοντας
- τρεμάμενος
Nearest Words of stomping
Definitions and Meaning of stomping in English
stomping
to walk with a loud heavy step usually in anger, stamp sense 4, stamp sense 2, a jazz dance marked by heavy stamping, stamp entry 1 sense 2
FAQs About the word stomping
πατώντας
to walk with a loud heavy step usually in anger, stamp sense 4, stamp sense 2, a jazz dance marked by heavy stamping, stamp entry 1 sense 2
ανακάτεμα,σκοντάφτοντας,εισβολή,συσσωμάτωση,σέρνοντας,σφαδάζω,Καλπάζοντας,μεταφορά,βαρύς,συσσώρευση
ακτοπλοΐα,ολίσθηση,ολίσθηση,χτύπημα,αεράκι,παρασυρμός,επιπλέων,κρεμαστό,Αιωρούμενο,κυματίζω
stomped => πατάω, stomachs => στομάχια, stomaching => στομάχι, stomached => ανέχεται, stoles => Στόλες,