Greek Meaning of weltering
κυλιέται
Other Greek words related to κυλιέται
Nearest Words of weltering
Definitions and Meaning of weltering in English
weltering (p. pr. & vb. n.)
of Welter
FAQs About the word weltering
κυλιέται
of Welter
κουτσός,ανακάτεμα,τρανταχτός,κυλιόμενος,διστακτικός,Σε σπασμούς,ζαλισμένος,εκπληκτικός,ταλαντεύομαι,αδέξιος
ακτοπλοΐα,ιπτάμενος,ολίσθηση,Ιστιοπλοΐα,φερμουάρ,με μεγέθυνση,φούστα
weltered => κυλιόταν, welter => welter, welted thistle => Σφαιροϊδής ιπποβάλαντος, welted => ραμμένος, welte => welte,