FAQs About the word kinswoman

συγγενής

a female relativeA female relative.

ξάδελφος/ξαδέλφη,συγγενής,σχετικός,αδελφός,Μπάρμπας,σχέση,Αδέλφια,αδερφή,αδερφός από μητριά/πατριό,ετεροθαλής αδελφή

μη σχετικός

kinsperson => συγγενής, kinsmen => συγγενείς, kinsmanship => Συγγένεια, kinsman => συγγενής, kinship system => σύστημα συγγένειας,