Greek Meaning of stepbrother

αδερφός από μητριά/πατριό

Other Greek words related to αδερφός από μητριά/πατριό

Definitions and Meaning of stepbrother in English

Wordnet

stepbrother (n)

a brother who has only one parent in common with you

FAQs About the word stepbrother

αδερφός από μητριά/πατριό

a brother who has only one parent in common with you

αδελφός,ξάδελφος/ξαδέλφη,Αδέλφια,αδερφή,ετεροθαλής αδελφή,Μπάρμπας,συγγενής,συγγενής,σχέση,σχετικός

μη σχετικός

step up => αυξάνω, step to the fore => Προχωρώ στο προσκήνιο, step stool => σκαλοπάτι, step rocket => πυραύλος δύο σταδίων, step out => βγαίνει,