FAQs About the word sibling

Αδέλφια

a person's brother or sister

αδελφός,ξάδελφος/ξαδέλφη,σχετικός,αδερφή,Αίμα,οικογένεια,σχέση,αδερφός από μητριά/πατριό,κλάνος,λαϊκός

μη σχετικός

sibley tent => σκηνή Sibley, sibine => Σιβίνη, sibilous => συριγμός, sibilatory => συριστικός, sibilation => συριγμός,