Greek Meaning of commensurate

ανάλογος

Other Greek words related to ανάλογος

Definitions and Meaning of commensurate in English

Wordnet

commensurate (a)

corresponding in size or degree or extent

FAQs About the word commensurate

ανάλογος

corresponding in size or degree or extent

ισορροπημένος,συμμετρήσιμος,συγκρίσιμος,Αναλογικός,Αναλογικός,συσχετικός,αναλογικός,αμοιβαία,σχετικός,παρόμοιος

δυσανάλογος,ασύμμετρος,ασύμμετρος,Διαστρεβλωμένο,ακανόνιστος,Στριμμένο,ασύμμετρο,ασύμμετρος,ανισόρροπος,ασύμμετρος

commensurable => συμμετρήσιμος, commensally => συνδειπνικά, commensalism => Συνεννόμησις, commensal => συνδαιτυμών, commendation => επαίνους,