Greek Meaning of commensurable
συμμετρήσιμος
Other Greek words related to συμμετρήσιμος
Nearest Words of commensurable
- commensurate => ανάλογος
- commensurateness => Συγκρισιμότητα
- comment => σχόλιο
- commentary => σχολιασμός
- commentate => σχολιάζω
- commentator => Σχολιαστής
- commerce => εμπόριο
- commerce department => Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας
- commerce destroyer => Εμπορικό πολεμικό πλοίο
- commerce secretary => Υπουργός Εμπορίου
Definitions and Meaning of commensurable in English
commensurable (s)
capable of being measured by a common standard
FAQs About the word commensurable
συμμετρήσιμος
capable of being measured by a common standard
ισορροπημένος,ανάλογος,συγκρίσιμος,Αναλογικός,συσχετικός,αναλογικός,Αναλογικός,αμοιβαία,σχετικός,παρόμοιος
ασύμμετρος,δυσανάλογος,Διαστρεβλωμένο,ακανόνιστος,ασύμμετρος,Στριμμένο,ανισόρροπος,ασύμμετρο,ασύμμετρος,ασύμμετρος
commensally => συνδειπνικά, commensalism => Συνεννόμησις, commensal => συνδαιτυμών, commendation => επαίνους, commendable => αξιέπαινος,