Greek Meaning of commerce
εμπόριο
Other Greek words related to εμπόριο
Nearest Words of commerce
- commerce department => Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας
- commerce destroyer => Εμπορικό πολεμικό πλοίο
- commerce secretary => Υπουργός Εμπορίου
- commercial => εμπορικός
- commercial activity => εμπορική δραστηριότητα
- commercial agency => εμπορική αντιπροσωπεία
- commercial art => Εμπορική τέχνη
- commercial artist => Εμπορικός καλλιτέχνης
- commercial bank => Εμπορική τράπεζα
- commercial bribery => εμπορικός δωροδοκία
Definitions and Meaning of commerce in English
commerce (n)
transactions (sales and purchases) having the objective of supplying commodities (goods and services)
the United States federal department that promotes and administers domestic and foreign trade (including management of the census and the patent office); created in 1913
social exchange, especially of opinions, attitudes, etc.
FAQs About the word commerce
εμπόριο
transactions (sales and purchases) having the objective of supplying commodities (goods and services), the United States federal department that promotes and ad
επιχείρηση,αγορά,εμπόριο,κυκλοφορία,συναλλαγές,ανταλλαγή,Ηλεκτρονικό εμπόριο,Ελεύθερο εμπόριο,Μαύρη αγορά,εμπόριο αλόγων
No antonyms found.
commentator => Σχολιαστής, commentate => σχολιάζω, commentary => σχολιασμός, comment => σχόλιο, commensurateness => Συγκρισιμότητα,