FAQs About the word retailing

λιανική

the activities involved in selling commodities directly to consumersof Retail

εμπορευματοποίηση,χονδρική πώληση,Υποθέσεις,συναλλαγές,Ελεύθερο εμπόριο,εμπόριο αλόγων,αγορά,κυκλοφορία,επιχείρηση,συνήθεια

αγορά,Αγορά

retailer => Λιανοπωλητής, retailed => Λιανική πώληση, retail store => Κατάστημα λιανικής, retail price index => Δείκτης τιμών καταναλωτή, ΔΤΚ, retail merchant => Λιανεμπορος,