Greek Meaning of tantamount

ισοδύναμο

Other Greek words related to ισοδύναμο

Definitions and Meaning of tantamount in English

Wordnet

tantamount (s)

being essentially equal to something

Webster

tantamount (a.)

Equivalent in value, signification, or effect.

Webster

tantamount (v. i.)

To be tantamount or equivalent; to amount.

FAQs About the word tantamount

ισοδύναμο

being essentially equal to somethingEquivalent in value, signification, or effect., To be tantamount or equivalent; to amount.

ανάλογος,συγκρίσιμος,ισοδύναμο,παρόμοιος,συγγενής,όμοιος,κοντά,αντίστοιχος,ταυτόσημος,συγγενείς

διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,ανακριβής,μη ισοδύναμο,μεταβλητή,ποικίλω,διάφοροι,μεταβλητός,διαφορετικός

tantalus => Τάνταλος, tantalum => ταντάλιο, tantalizingly => δελεαστικά, tantalizing => δελεαστικός, tantalizer => δελεαστικός,