Greek Meaning of reinfectious
επαναλοιμώδης
Other Greek words related to επαναλοιμώδης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of reinfectious
- reinforce => ενισχύω
- reinforced => ενισχυμένη
- reinforced concrete => οπλισμένο σκυρόδεμα
- reinforcement => ενίσχυση
- reinforcer => ενισχυτής
- reinforcing stimulus => Ενισχυτικό ερέθισμα
- reinfund => επιστροφή χρημάτων
- reingratiate => Επαναφέρω στη χάρη
- reinhabit => επανεγκαθιστώ
- reinhold niebuhr => Ράινχολντ Νίμπουρ
Definitions and Meaning of reinfectious in English
reinfectious (a.)
Capable of reinfecting.
FAQs About the word reinfectious
επαναλοιμώδης
Capable of reinfecting.
No synonyms found.
No antonyms found.
reinfect => Επανειμόλυνση, reinette => Ρενέτ, reined => χαλιναγωγημένο, reinduce => επαναεμφανίζω, reindeer moss => Αγάρο κόκκινος,