FAQs About the word reinfectious

επαναλοιμώδης

Capable of reinfecting.

No synonyms found.

No antonyms found.

reinfect => Επανειμόλυνση, reinette => Ρενέτ, reined => χαλιναγωγημένο, reinduce => επαναεμφανίζω, reindeer moss => Αγάρο κόκκινος,