FAQs About the word delayed

καθυστερημένος

not as far along as normal in developmentof Delay

καθυστερημένος,αργά,μεταθανάτιος,νεκροψία

πριν από το θάνατο

delay line => Γραμμή καθυστέρησης, delay => καθυστέρηση, delawarian => κάτοικος του Ντέλαγουερ, delawares => Ντέλαγουερ, delawarean => από το Ντέλαγουερ,