Greek Meaning of belated

καθυστερημένος

Other Greek words related to καθυστερημένος

Definitions and Meaning of belated in English

Wordnet

belated (s)

after the expected or usual time; delayed

Webster

belated (imp. & p. p.)

of Belate

Webster

belated (a.)

Delayed beyond the usual time; too late; overtaken by night; benighted.

FAQs About the word belated

καθυστερημένος

after the expected or usual time; delayedof Belate, Delayed beyond the usual time; too late; overtaken by night; benighted.

καθυστερημένος,παραβάτης,αργά,ληξιπρόθεσμο,αργοπορημένος,πίσω,καθυστερημένος,με κάποια καθυστέρηση,αναβληθείς,αργός

νωρίς,πρόωρος,Πρόωρος,έγκαιρος,άκαιρος,ακατάλληλος,κατάλληλος,προτροπή,ανώμαλος,συνεπής

belate => καθυστερείν, belarusian monetary unit => Λευκορωσική νομισματική μονάδα, belarusian => Λευκορώσος, belarus => Λευκορωσία, belamour => belamour,